Κάθε Ιούλιο καί κάθε Αύγουστο ξανάρχονται,τακτικοί επισκέπτες οι ματωμένες μνήμες. Ερχεται το μαύρο λεφούσι των γεγονότων - εφιάλτης σκληρός - να πενθοφορεί την ψυχήν μου. Μπρος μου όλες εκείνες οι μαυροφορεμένες. Στό χέρι μια πικρή φωτογραφία αγαπημένου. Κι εσύ, μάνα δική μου, ν΄ ανάβεις το σούρουπο ένα καντήλι στον τάφο ενός νεκρού πολυαγαπημένου. Αλήθεια, έλα πες μου, όγδοντάχρονη τώρα μάνα, για όσους μας πλήγωσαν πόσ΄ αποθέματα αγάπης πρέπει να διαθέτουμε. Μου λες πώς πρέπει να πηδήξουμε με τόλμη καί τον υψηλότερο πήχυ. Να εξαλείψουμε από μέσα μας, -χριστιανοί όντες- καί το έσχατον ίχνος μίσους... Δεν το βλέπεις; Χρόνια μια σημαία ελληνική, με το Σταυρό του Κυρίου θλιμμένη, κυματίζει στα κοιμητήρια της πικραμένης πατρίδας. Μια μαχαιριά πόνου εισχωρεί άπ΄ την αριστερή ωμοπλάτη ως το καταπληγωμένο μου μυοκάρδιο. Θυμίζει στο εικόνισμα του Μαχαιρά το βουβό πόνο της Παρθένου. Εως πότε, έως πότε καί γιατί τόσο αργεί, Θεέ μου, η λύτρωση;
Προσκυνητής |